- κατακυκώ
- κατακυκῶ, -άω (AM)μσν.ταράζω («κατακυκᾱν τὴν ναῡν ὀδυρμοῑς», Ευμάθ.)αρχ.αναμιγνύω και αναταράσσω («τὸ λευκὸν τῶν ᾠῶν ἐν ὕδατι κατακυκῶν», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + κυκῶ «αναμιγνύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκατακυκώ — άω, Α 1. αναμιγνύω κάτι επί πλέον 2. συγχέω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατακυκῶ «αναμιγνύω, αναταράζω»] … Dictionary of Greek